- κυματιστός
- -ή, -ό [κυματίζω]αυτός που εμφανίζει κυματισμό, αυτός που κινείται κυματοειδώς, κυματοειδής (α. «έχει κυματιστά μαλλιά, ούτε ίσια ούτε σγουρά» β. «ξέχειλο απ' τ' αστάχινο κυματιστό χρυσάφι και το πιο παραρριχτό βραχόσπαρτο χωράφι», Παλαμ.).
Dictionary of Greek. 2013.