κυματιστός

κυματιστός
-ή, -ό [κυματίζω]
αυτός που εμφανίζει κυματισμό, αυτός που κινείται κυματοειδώς, κυματοειδής (α. «έχει κυματιστά μαλλιά, ούτε ίσια ούτε σγουρά» β. «ξέχειλο απ' τ' αστάχινο κυματιστό χρυσάφι και το πιο παραρριχτό βραχόσπαρτο χωράφι», Παλαμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυματιστός — ή, ό κυματοειδής, κυματώδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακυμάτιστος — η, ο αυτός που δεν κυματίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κυματιστός < κυματίζω] …   Dictionary of Greek

  • επίσγουρος — ἐπίσγουρος, η, ο (Μ) (για μαλλιά) σγουρός, κυματιστός …   Dictionary of Greek

  • σούστα — Ελληνικός λαϊκός χορός διαδομένος κυρίως στην Κρήτη (πατρίδα του θεωρείται το Ρέθυμνο) και στα Δωδεκάνησα, όπου ανάλογα με τα νησιά παίρνει διαφορετικό ύφος: στη Poδο είναι κυματιστός, με περιορισμένα σουσταρίσματα (πηδήματα), στη Χάλκη έντονα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”